- ἐπίπνοιαν
- ἐπίπνοιαbreathing uponfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CATABOLICI — apud Tertullianum de Anima, Fulgentium de Contin. Virgil. et Zenonem Veronensem, Filesaco, Selector. l. 1. Mathematici sunt, quasi Καταβουλικοὶ, a consulendo, sic dicti: Salmasio Spiritus, qui per arreptitios et energumenos futura praedicentes,… … Hofmann J. Lexicon universale
επίπνοια — ἐπίπνοια, ἡ (AM) [επίπνους] θεία έμπνευση (α. «κατὰ θείαν ἐπίπνοιαν» β. «ἄνευ τινὸς ἐπιπνοίας θεῶν», Πλάτ.) αρχ. φύσημα, πνοή («ἐπίπνοιαι χειμεριναί», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
τελεστικός — ή, όν, Α [τελεστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μυσταγωγία, μυστικός («σοφὸς περὶ τὰ θεῑα τὴν ἐνθουσιαστικὴν καὶ τελεστικὴν σοφίαν», Πλούτ.) 2. αρμόδιος για τέλεση, για εκτέλεση («τελεστικὸς τῶν ἁπάντων», Αριστοτ.) 3. κατάλληλος για μύηση … Dictionary of Greek
БОГОДУХНОВЕННОСТЬ — [Боговдохновенность; от греч. θεόπνευστος боговдохновенный; лат. inspiratio вдохновение], понятие, к рым в христ. вероучении определяется Божественный авторитет Библии и характеризуется процесс написания священных книг, предполагающий воздействие … Православная энциклопедия